- παρεγκύκλημα
- τὸ, Α1. εμβόλιμο διαλογικό ή χορικό μέρος ανάμεσα στα επεισόδια ενός δράματος2. σκηνικές οδηγίες γραμμένες από γραφέα ή σχολιαστή στο περιθώριο χειρογράφου ενός δραματικού έργου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐγκύκλημα].
Dictionary of Greek. 2013.